[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Οι Μεγάλες Ουσίες

Οι πρώτες παράγραφοι ενός κειμένου για τον Διονύσιο Σολωμό, με το οποίο ξεκινά το δοκιμιακό βιβλίο του Μάριου Μαρκίδη Έμμονες Ιδέες (Αθήνα, εκδόσεις ύψιλον / βιβλία, 1990):

   Δεν πιστεύω να έχουν να μου δείξουνε στα γράμματά μας ποιητή με περισσότερους «απώτερους» σκοπούς – θα έλεγα μάλιστα εξ αρχής μη αυστηρά ποιητικούς σκοπούς, από τον Διονύσιο Σολωμό. Και μπορώ να πω, πως αυτό που συνήθως ονομάζεται σολωμική αγωνία, και που σε κανέναν ποιητή δεν εύχονται να το ζήσει, είναι πιο πολύ συνδεδεμένο με την προσπέλαση και την έκφραση αυτών των σκοπών (σκοπών όχι γενικά «ανείπωτων», όπως τους θέλει η ρομαντική φωτοφοβία, αλλ’ ίσως μόνο ποιητικά «ανείπωτων» – η ποίηση δεν τα μπορεί όλα), παρά με τα ποιητικά προβλήματα που ήταν σχετικά σε απόσταση βολής για τον Σολωμό – εννοώ σε απόσταση βολής για την ποιητική ευστροφία και το ταλέντο του, μιλάω, λ.χ., για τους Ύμνους, τις Ξανθούλες, τις Βοσκοπούλες, τα απονενοημένα διαβήματα των γελασμένων κοριτσιών. Και για τον θάνατο του βοσκού βρήκε εύκολα και πολύ νωρίς τη σωστή «βαθμολογία», και για την Ευρυκόμη, την Ψυχούλα, την Ορφανή, ακόμη και για την Τρελή Μάνα. Δεν θα βιαζόμουν να καταγγείλω σαν παραδοξολογία απλή την πρόταση ότι ο Σολωμός είναι ποιητής διά του αυτοσχεδιασμού, είτε δεν είναι καθόλου. Θα συμπλήρωνα μόνο πως ο Σολωμός μας χαράζει δι’ αυτού που δεν είναι καθόλου.
   Λέει πολλά η παρατήρηση του Πολυλά: «Εις τα Δυό Αδέλφια ο ποιητής επαράστησε την ιδέα του θανάτου, η οποία πρώτη φορά απλώνει τη φοβερή σκιά της εις μίαν αμέριμνη και παρθενική ψυχή· και ενώ τούτο ακολουθάει με θαυμαστή βαθμολογία, η απλότης του τρόπου είναι τέτοια, ώστε κινδυνεύει να μη δεχθή όλο το ωραίον του ποιήματος όποιος δεν υψωθή εις την αγνή της ψυχής διάθεση, από την οποίαν και εβγήκε καθαροστάλαχτο» – ό,τι υπογραμμίζεται, το υπογραμμίζει η δική μου γραφή. Η Τέχνη (η τέχνη με κεφαλαίο, αυτός ο πιο μεγάλος από τους μεγάλους άλλους μας) «ενίκησε τον δύσκολο αγώνα», ο ποιητής τα κατάφερε, έκανε το θαύμα του και ξεμπέρδεψε, τώρα η όποια απόδοση του θαύματος εναπόκειται πια στην ψυχική αγνότητα του αναγνώστη, στη δεκτικότητά του όπως λέμε σήμερα. Το ποίημα, αντί να δοκιμάζεται, δοκιμάζει την παρθενιά μας, του αποδίδουμε λογαριασμό – εδώ αρχίζει για μας πλέον η αγωνία, τα μεγάλα ζόρια… Έτσι διαβάζω την πρόταση του Πολυλά κι είμαι βέβαιος πως δεν την παρεξηγώ – ο Πολυλάς ζούσε ακόμη σε μια εποχή που μπορούσε να απαιτεί «επαρκείς αναγνώστες».
   Είναι, τώρα, πασίγνωστο πως στον βίο και το έργο του Σολωμού υπήρξαν πολλοί «δυσκολότεροι αγώνες», κι εκεί, ανάλογα με το θάμπωμα και τη γενναιοψυχία μας, δεν μπορούμε πάντα να πούμε πως ο ποιητής ενίκησε. Το αντίθετο, τις περισσότερες φορές, εξακολουθεί και μετά το τέλος του αγώνα, από το σημείο να πούμε που δεν «παίρνει άλλο», που πήγανε στράφι όλες οι αναβολές, να είναι φορτωμένος μ’ όλα τα χρέη – ο στενόκαρδος αναγνώστης, αν ζητήσει από το Σολωμό να του δώσει όσα ο ίδιος ο Σολωμός υποσχέθηκε άπλερα κατά καιρούς να δώσει, έχει κάθε δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί: Πού είναι ο υπόλοιπος Λάμπρος – πώς θα περάσουμε δηλαδή από την «ανωμαλία» της ηθικής συνείδησης στη μετάνοια και στη Χάρη, ή από τη στέρηση της ελευθερίας στην ελευθερία, πού είναι ο Κρητικός, που θα συγχώνευε, λέει, την αγάπη της γενέθλιας γης στην αγάπη της γυναίκας, πού είναι το «Ποίημα του Χρέους» και η υπέρτατη ευτυχία που θα ανάβλυζε όταν οι πολιορκισμένοι του Μεσολογγιού θα είχαν πλέον πιεί ως τον πάτο το ποτήρι; Πού είναι, για να πάμε και πιο μακριά, το Carmen Seculare, η άλλη μεγάλη σύνθεση που θα έφερνε τον αγέλαστο τίτλο «Ανατολικός Πόλεμος», ή ο αντίστροφος Λάμπρος, η ευγενικιά ψυχή, ο Νικηφόρος Βρυέννιος; Για όσους γελάστηκαν και κράτησαν, περιμένοντας, μεγάλο καλάθι, πού είναι ο Δάντης, η μεγαλειώδης στιγμή της ταυτότητας μιας γλώσσας που φαινόταν να έχει χάσει την ταυτότητά της ανάμεσα στο στόμα του Κοραή και στο στόμα του αρβανίτη; Ανοίγω, εδώ, μια βιαστική παρένθεση: Απογοητευμένοι από τον Σολωμό, δεν συνετιστήκαμε. Όλα όσα θα θέλαμε, μέχρι σήμερα, να είχαμε, τον δικό μας Ντίκενς, τον δικό μας Έλιοτ, τη δική μας αμφισβήτηση, τα παραγγέλνουμε στο εξωτερικό…
   Από τον Νικηφόρο Βρυέννιο, τον τόσο πολύ κυριαρχημένο από τον «αόρατο Μονάρχη» (θέλω να πω, το Θεό, το πνεύμα, o altra cosa), σώθηκαν δε σώθηκαν – δηλαδή γράφτηκαν δε γράφτηκαν – τέσσερεις πέντε στίχοι, και κανείς τους δεν περιέχει την ιδανικοποιητική πρόθεση, που ανατέλλει μόλις και μετά βίας σ’ έναν στοχασμό και στη λατρευτική μνήμη του Ιάκωβου Πολυλά. Από τον Ανατολικό Πόλεμο περισώθηκαν δυο στίχοι, κι άλλοι δυο, αμφίβολοι, εκπεσμένοι σε υποσημείωση. Από την Ελληνίδα Μητέρα σώθηκε ένας. Οι ποιητικές ιδέες ανακατεύουν εναγώνια τα χειρόγραφα γυρεύοντας το ταίρι τους. Παντού, πάλι, η ερωτευμένη προφορική παράδοση έσωσε ό,τι στίχους κι όσα σχέδια είχε να περισώσει κι ύστερα σώπασε – έχει δηλαδή σωπάσει πια εδώ κι εκατό περίπου χρόνια… Η δαιμονισμένη γραφή, και το θάμπωμα, και ο έρωτας, δεν μπόρεσαν να σκαρφαλώσουνε πάνω απ’ την αποτυχία. Αυτό το ξέρουμε. Όπως ξέρουμε και τι σημαίνει για τη διορία της ποίησης η σολωμική αποτυχία. Όμως, από την άποψη των Μεγάλων Ουσιών, πιο πολύ μας ενδιαφέρει νομίζω μια άλλη στιγμή της αποτυχίας του Σολωμού, ένας άλλος απώτερος σκοπός, άπιαστος κι αυτός: «Τώρα αισθάνονται ότι θα χάσουν τα πάντα […] Τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες» – παρακαλώ τον αναγνώστη να λάβει προκαταβολικά υπόψη του πως δεν πιστεύω ότι οι Μεγάλες Ουσίες είναι δουλειά της ποιήσεως, αν και πιστεύω ότι πρέπει να σπάει επάνω τους τα μούτρα της.
[…]

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Πολιορκισμένοι

[…]
Και ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα,
μήτε αναστεναγμός· ήθελε πης ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε

Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,
Κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
[…]

Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι, Σχεδίασμα Β΄, απόσπασμα 9.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011