[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Τα παγανά



Ξυλογραφία του Γ. Μόραλη για τη νουβέλα
του Στράτη Μυριβήλη «Τα παγανά», 1945.
   (απόπειρα λαθρανάγνωσης)


   Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, στο Δωδεκάμερο, από τα Χριστούγεννα μέχρι τον αγιασμό των Φώτων, παιδεύουν τους ανθρώπους οι καλικάντζαροι. Τα παγανά. (Paganus, στα Λατινικά, σήμαινε χωρικός. Μεταγενέστερα: μη Χριστιανός, ειδωλολάτρης).
   Δεν είναι αλήθεια ότι τα παγανά ανεβαίνουν στη γη το Δωδεκάμερο. Κατοικούν μόνιμα στο ασυνείδητο και αναδύονται για να μας θυμίσουν τραύματα, φόβους, ενοχές, επιθυμίες, ματαιώσεις – κι αλίμονο σ’ όποιον αντισταθεί. Είναι οι άξεστοι χωριάτες, που ροκανίζουν το Δέντρο της Γης, χωρίς να καταφέρνουν να το κόψουν. Κατευθείαν απόγονοι των ακολούθων του Διονύσου, αναστατώνουν τα πάντα, θεία χάριτι, κι εξαφανίζονται, το ίδιο απροσδόκητα όπως ήρθαν.
   Στο μεταξύ, το παραμύθι τους μας συνεπαίρνει με τις αλήθειες του.


   «Τα παγανά» είναι έργο της ωριμότητας του Μυριβήλη, γραμμένο το 1944, μες στην Κατοχή, λίγους μήνες πριν τα Δεκεμβριανά (βλ. σημ. 1). Ο συγγραφέας, με πρόφαση μια «χριστουγεννιάτικη» νουβέλα, καταλήγει να ψηλαφεί την αφανή πλευρά της ύπαρξης.
   Δυο νύχτες μετά τα Χριστούγεννα, στη διάρκεια ενός σαββατόβραδου, κάπου στους πρόποδες της Ακρόπολης, ο κεντρικός ήρωας, ο 75χρονος Ακαδημαϊκός και συνταξιούχος Καθηγητής Πανεπιστημίου, ο δημιουργός της «Συγκριτικής Μυθολογίας του Ελληνικού Λαού», κύριος Γεράσιμος Παρασκευάς, σε κατάσταση ιερής μέθης, αναζητεί το «τραγικό στοιχείο της ζωής» (sic). Της ζωής του. Ήδη από την προμετωπίδα του βιβλίου, ο αναγνώστης είναι προϊδεασμένος: «Τι γαρ ωφελήσει εάν κερδίσει τις τον κόσμον όλον και ζημιωθεί την ψυχήν αυτού;». Ο Παρασκευάς του Μυριβήλη, είναι ένας ιθαγενής ναυαγός, χωρίς Ροβινσώνα, έτοιμος να στείλει το στερνό του μήνυμα: «Μέσα σ’ ένα βιβλίο, άξιο να τα βάλει με το θάνατο, μπορεί να κλείσει κανείς όλα τα όνειρά του και να τα παραδώσει στη θάλασσα του χρόνου, όπως οι ετοιμοθάνατοι ναυαγισμένοι αφήνουν στα κύματα το βουλωμένο μπουκάλι με το χαρτάκι του τελευταίου χαιρετισμού τους προς τη ζωή!» (σ.35 - βλ. σημ. 2).
   Αναρωτιέται: «Τι την έκαμες τη ζωή σου; Είσαι βέβαιος πως οι θεοί που λάτρεψες στάθηκαν οι αληθινοί θεοί; Και αν αυτό ήτανε μια απάτη, πού βρίσκεται τώρα η πόρτα της σωτηρίας, η έξοδος κινδύνου;». Η δική του Αριάδνη, η νόμιμη σύζυγος, η φυσική κληρονόμος μιας άρχουσας τάξης όπου ο Ηπειρώτης χωρικός (ο κ. Παρασκευάς) πέτυχε να διεισδύσει, δεν έχει μίτο να του δώσει. Είναι κυρά ενός λαβύρινθου χωρίς έξοδο: «Οι πόρτες της σωτηρίας ήταν ψεύτικες. Έβγαζαν σε κάτι κελάρια, κάτι αποθήκες γεμάτες παλιά καθίσματα. Η μια μάλιστα ήταν ζωγραφισμένη στον τοίχο!» (σσ. 45-46). Η Αριάδνη ετούτη, της μεγάλης οικογενείας των Γενναδίων, κόρη του Πρύτανη και προστάτη τού Παρασκευά από τα φοιτητικά του χρόνια, πρόσφερε με το γάμο της το πολυπόθητο κλειδί για την είσοδό του στον ακαδημαϊκό χώρο. Σε μιαν «ανώτερη», κοινωνικά, πνευματικά και οικονομικά, κάστα μεγαλοαστών. Ο ταπεινός φοιτητής πήρε σιγά-σιγά τη θέση του πατέρα-πρύτανη, στο πανεπιστήμιο, στο σπίτι και στη ζωή της Αριάδνης (σσ. 68-73). Όμως η «γλαύκα» της Ακρόπολης, σύμβολο της σοφίας (ή της ερήμωσης, ανάλογα με την οπτική γωνία καθενός), ξέφτισε και σάπισε πάνω στη σκοτεινή βιβλιοθήκη (σσ. 73-76). Όλος ο βίος του Παρασκευά μπορούσε τώρα να συνοψιστεί σε λίγες σελίδες (76-80). Μα για το βαθύτερο είναι του, τον αληθινό του εαυτό, τι έκανε στ’ αλήθεια; Τα παγανά έρχονται να στοιχειώσουν τη ζωή του (σ. 80 κ.ε.), όπως ο άρρητος πόνος: «Κι αυτό ήταν η απελπισιά, ένας ασωτήρευτος μετανιωμός για τη μεγάλη αμαρτία: την προδοσία της ψυχής» (σ. 100).
   Πίσω από την ευγενική μορφή της Γιοχάνας κρύβεται η «φευγάτη, κυνηγημένη» ανάμνηση της Ανθούλας, «σαν ένα όνειρο που πήγαινε να το αναθυμηθεί, όλο άπλωνε το χέρι και ποτές δεν κατάφερνε να πιάσει την άκρη από την κλωστή του» (σσ. 36 και 97-98). Τώρα, τα παγανά κινούν τα νήματα. Η Ανθούλα έρχεται και φεύγει σαν ξωτικό, γι’ αυτό και μένει άφθαρτη στο χρόνο. «Έτσι όπως η Μπάμπω, που την παρακαλούσανε να τους πει ένα παραμύθι, και `κείνη κουνούσε το κεφάλι κι έλεγε πικρά: Παραμύθι είμ’ εγώ, παραμύθι τί να πω» (σ. 21).
   Να υποθέσουμε πως η Ανθούλα αναδύεται κατευθείαν μες από τα νεανικά όνειρα που στοίχειωναν τον Διονύσιο Σολωμό; Ανθούλα, Ξανθούλα, Μερτούλα: ένα και το αυτό πρόσωπο: η Φεγγαροντυμένη. Ακόμα και ο Byron, ο Don Juan, είναι παρών σε τούτη τη νουβέλα. Μπροστά στο άγαλμα του Λόρδου Βύρωνα παρουσιάστηκε το φάσμα της Ανθούλας (σ. 101). Ο σεβάσμιος Ακαδημαϊκός τη βάζει να του λέει λόγια βολικά (σσ. 100-101). Βολικά για τον ίδιο. Λόγια που, συγκρινόμενα με τα δικά του προς εκείνη (σ. 98), κρύβουν επιμελώς έναν αδιόρατο (αυτο)σαρκασμό. Λόγια που δικαιολογούν, χωρίς να δικαιώνουν, την επιστροφή του στη συμβατική καθημερινότητα. Έτσι έμαθε να «κερδίζει τη ζωή»: Χάνοντας την ψυχή του. Για πάντα, άραγε;
   «Σιετζ γκίνε τέτα Μάρω, σιετζ γκίνε τέτα Μάρω!» (σσ. 33, 80, 102): Η αρκούδα, η μάνα, η σύζυγος Αριάδνη, συγχέονται σκόπιμα και αξεδιάλυτα. Ο κεντρικός ήρωας  της ιστορίας δεν βρίσκει τελικά την άκρη του νήματος, δεν λύνει τον κόμπο που δένει ασφυκτικά την ψυχή του. Η ανάδυση της τραγικής συνείδησης αποτυγχάνει. Η κάθαρση αναβάλλεται. Ή μήπως ματαιώνεται;

 
ΥΓ.: Παρασκευά, «δάσκαλε, που δίδασκες...», θα τη σώσουμε τάχα την ψυχή μας;
 
Σημειώσεις:
 
1. Το βιβλίο είχε ξεκινήσει να τυπώνεται τον Σεπτέμβριο του 1944, με σκοπό να κυκλοφορήσει τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους. Εξαιτίας των Δεκεμβριανών, η έκδοση αναβλήθηκε και το βιβλίο κυκλοφόρησε τελικά τον Ιούνιο του 1945, με καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιάννη Μόραλη.
2. Οι αριθμοί σελίδων παραπέμπουν στην πρώτη και στην τρίτη έκδοση του έργου – η οποία είναι φωτομηχανική ανατύπωση της πρώτης (εκδ. «Οι Φίλοι του Βιβλίου»-Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1945 και 2006). Η δεύτερη έκδοση (1962) έχει διαφορετική γραμματοσειρά και σελιδοποίηση.