[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Διονυσιακό

   Σε τούτη την αττική μελανόμορφη κύλικα, του περίφημου αθηναίου αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Εξηκία, πλασμένη γύρω στα 540 με 535 π.Χ., ο Διόνυσος πλέει προς τη Νάξο έχοντας μεταμορφώσει σε δελφίνια τους Τυρρηνούς πειρατές (Ετρούσκους ίσως, ή Πελασγούς) που μάταια προσπάθησαν να τον αιχμαλωτίσουν.
   Είναι η αρχαιότερη γνωστή κύλικα «τύπου Α» – νέο σχήμα αγγείου, το οποίο πιθανότατα οφείλεται στον Εξηκία. Το αγγείο βρέθηκε στην ετρουσκική πόλη Vulci (100 χλμ. βόρεια της Ρώμης) και εκτίθεται στο Μόναχο (Staatliche Antikensammlungen).
   Στην εξωτερική του επιφάνεια εικονίζεται σε κάθε όψη από ένα ζεύγος μεγάλων αποτροπαϊκών οφθαλμών – έτσι ονομάζουν οι αρχαιολόγοι τα (συνήθη στις κύλικες τύπου Α) ορθάνοιχτα μάτια, με τις διεσταλμένες κόρες. Μάλλον πρόκειται για εικονογραφική καινοτομία του Εξηκία, η οποία παραπέμπει άμεσα στο διονυσιακό βλέμμα (βλ. και Ευριπίδη Βάκχες, στ. 470: «ὁρῶν ὁρῶντα»), όπως είχε απεικονιστεί από τον Κλειτία το 570-565 π.Χ. στο περίφημο αγγείο François.
   Γύρω από τις λαβές της κύλικας αποδίδονται δυο επικές σκηνές· ενδεχομένως, οι μάχες γύρω από το νεκρό Αχιλλέα και τον Πάτροκλο.

   (Πρόλαβε άραγε ο Διόνυσος την Αριάδνη ζωντανή; Μήπως οι πειρατές ήταν όργανα του Θησέα, της Αθηνάς ή της Αρτέμιδας; Τι ρόλο έπαιξε η Αίγλη και ο Ώναρος; Κι εκείνο το μοιραίο δέντρο; Τα ερωτήματα μένουν μετέωρα. Γι’ αυτό οι μύθοι είναι σαγηνευτικοί: Κάθε θνητός υιοθετεί την εκδοχή που του ταιριάζει).

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Θύρσος, νάρθηκας, μάραθο

Μαινάδα με θύρσο. Θραύσμα αττικού ερυθρόμορφου
κρατήρα του αγγειογράφου Μάκρωνος, περ. 480 π.Χ.,
Μουσείο Λούβρου.
   Ο διονυσιακός θύρσος και ο προμηθεϊκός νάρθηκας, με όλους τους πιθανούς συμβολισμούς τους, συνυπάρχουν αρμονικά στην αρχαία ελληνική παράδοση.
   Ήδη στην Ιλιάδα (Ζ 134) αναφέρεται ότι αι τιθήναι (τροφοί, συνοδοί) του Διονύσου κρατούσαν τα θύσθλα (σύνεργα της θυσίας, σύμβολα του θεού). Η λέξη προέρχεται από το ρήμα θύω, το οποίο αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ορμή, τη μανία των στοιχείων της φύσης (νερό, αέρας, φωτιά) και αργότερα απέκτησε τη σημασία: καίω, προσφέρω στους θεούς, θυσιάζω.
   Στις «Βάκχες» του Ευριπίδη συναντάμε αρκετές φορές τη λέξη θύρσος – ίσως πρόκειται για συμφυρμό των λέξεων θύσθλα και πυρσός. Ορισμένοι γλωσσολόγοι τη συνδέουν με τη χεττιτική λέξη tuwarsa (κισσός). Φαίνεται ότι από τον 5ο αιώνα π.Χ. ο θύρσος είχε καθιερωθεί ως τελετουργικό όργανο και έμβλημα του Διονύσου και των μαινάδων, αλλά και ως φαλλικό σύμβολο. Πρόκειται για ένα ραβδί από νάρθηκα ή μάραθο, μήκους ενός περίπου μέτρου, στολισμένο με κισσό. Στην κορυφή του στερεωνόταν ένα κουκουνάρι ή μια δέσμη φύλλων κισσού ή αμπελιού. Κάποτε ο Βάκχος έκρυβε κάτω από τα φύλλα μια αιχμή, η οποία μετέτρεπε το θύρσο σε επικίνδυνο όπλο, αμυντικό και επιθετικό. (Είναι πολύμορφοι οι θεοί – «πολλαί μορφαί των δαιμονίων»…). 

   Νάρθηκα χρησιμοποίησε ο Προμηθέας ως πυρσό για να μεταφέρει την πολύτιμη προσφορά του στους ανθρώπους. Το σαρκώδες περιεχόμενο των βλαστών του φυτού έχει την ιδιότητα να καίγεται πολύ αργά, διατηρώντας τη φωτιά. Η λέξη νάρθηξ ή νάθρηξ είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τη σανσκριτική nada (καλάμι). Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως συνώνυμο του θύρσου, αλλά και για να δηλώσει την ιερή δάδα (πυρσό) που κρατούσαν επίσης οι μαινάδες. Στις αγγειογραφίες απεικονίζονται και τα δύο σύμβολα.
   Σε νάρθηκες (κυλινδρικές θήκες) έκρυβαν οι αρχαίοι πολύτιμα είδη. Σ’ έναν πολυτελή νάρθηκα – περσικό λάφυρο από τη μάχη στην Ισσό – φύλαγε ο Μ. Αλέξανδρος το χειρόγραφο με τις διορθώσεις του Αριστοτέλη στην Ιλιάδα («η εκ του νάρθηκος έκδοσις»). Νάρθηξ λεγόταν επίσης η σωφρονιστική ράβδος των παιδαγωγών(!) και η γνωστή ιατρική επινόηση για ορθοπαιδική χρήση. Νάρθηκας ονομάζεται και ο πρόναος της ορθόδοξης εκκλησίας. 

   Αλλά και το μάραθο, που διατηρεί μέχρι σήμερα την αρχαία ονομασία του (maratuwo στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β΄, μάραθ(ρ)ον ή μάλαθρον στους ιστορικούς χρόνους), πιθανότατα χρησίμευε για την κατασκευή θύρσων, παράλληλα με το νάρθηκα, ανάλογα με τη χλωρίδα κάθε περιοχής. Παρασκευαζόταν μάλιστα και μαραθ(ρ)ίτης οίνος, με άρωμα σαν του γλυκάνισου. Κι ας μην ξεχνάμε ότι ο Μαραθώνας οφείλει το πανάρχαιο όνομά του στα μάραθα που ευδοκιμούσαν εκεί.
   Το μάραθο ή μάραθος (Foeniculum vulgare) και ο νάρθηκας ή άρτηκας (Ferula communis) είναι πολυετή ποώδη φυτά της οικογένειας των σκιαδανθών και μπορούν να φτάσουν έως και τέσσερα μέτρα ύψος. Από τα μέσα Φλεβάρη αρχίζουν να βλασταίνουν και την άνοιξη γεμίζουν με κίτρινα ανθάκια σε πυκνές δεσμίδες. Το μάραθο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στους αρχαίους χρόνους, λόγω της χρήσης του στη μαγειρική και στη φαρμακευτική, σε όλο το μεσογειακό χώρο. Σήμερα είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη και σε πολλές περιοχές της Ασίας.