[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

"επί ασπαλάθων..."

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι

δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν

   ακόμη...

Γαλήνη.
— Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα* θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει

«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».


Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
 
                                           31 του Μάρτη 1971

 *Πλάτωνος Πολιτεία, 616.
 
Σημ.: Ο τίτλος του πρωτότυπου χειρογράφου ήταν «Παμφύλιος». Η πρώτη δημοσίευση έγινε στην εφημερίδα Le Monde της 27-8-1971, σε γαλλική μετάφραση του ίδιου του Σεφέρη. Στα ελληνικά το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στις εφημερίδες Το Βήμα και Τα Νέα της 23-9-1971 (τρεις μέρες μετά το θάνατο του ποιητή – την επομένη της κηδείας του). Αναδημοσιεύτηκε στα Νέα Κείμενα (τόμος Β΄, εκδ. Κέδρος, 1972), μαζί με τη δήλωση του Σεφέρη κατά της χούντας (BBC, 28-3-1969), και στο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄(εκδ. Ίκαρος, 1976).

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Επετειακό

Ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
σε φωτογραφία του 1963.
   Φέτος συμπληρώνεται μισός αιώνας. 1963: στα εκατό χρόνια από τη γέννηση και στα τριάντα από το θάνατο του Καβάφη, ο Σεφέρης γίνεται ο πρώτος Έλληνας που παίρνει το Νόμπελ. (Έπεται ο Ελύτης, το 1979). Όταν, μετά το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου 1963, κυκλοφορεί η είδηση της βράβευσής του, δίνει στους δημοσιογράφους μια ολιγόλογη δήλωση:
   «Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοσή της. Νομίζω ακόμη ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση – κάθε λαού – και το ελληνικό πνεύμα».

   Η σύντομη ομιλία του Σεφέρη μετά την τελετή απονομής εκφωνήθηκε στη γαλλική γλώσσα και μεταφράστηκε στην ελληνική από τον ίδιο τον ποιητή, για να δημοσιευτεί στην έκδοση «Εκλογή από τις Δοκιμές» (Αθήνα, εκδ. Γαλαξίας, 1966):
   «Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.
   Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
   Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε…»1. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τί θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
   Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο2 γύρω από τούτο το τραπέζι3, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού νά 'βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν' αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:
             να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,
– για να θυμηθώ το Σέλλεϋ4, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ5, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
   Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
   Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της6, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».

Γιώργος Σεφέρης, «Ομιλία στη Στοκχόλμη», Δοκιμές, δεύτερος τόμος (1948-1971), Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος, α' εκδ. 1974.


Εσωτερικό αττικής ερυθρόμορφης κύλικας
του 480-470 π.Χ., που αποδίδεται στον
λεγόμενο "Ζωγράφο του Οιδίποδα". Βρέθηκε
στην ετρουσκική πόλη Vulci (100 χλμ. βόρεια
της Ρώμης) και εκτίθεται στο Βατικανό
(Museo Gregoriano Etrusco).
Υποσημειώσεις

1. Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Βιβλίο Β΄, σ. 24.
2. Την προηγούμενη χρονιά (1962) το Νόμπελ Λογοτεχνίας είχε απονεμηθεί στον John Steinbeck, ενώ την επόμενη (1964) ο Jean-Paul Sartre αρνήθηκε τη βράβευσή του.
3. Εννοεί το επίσημο δείπνο στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, στις 10 Δεκεμβρίου (επέτειο θανάτου του Νομπέλ), μετά την τελετή απονομής των βραβείων. Το επόμενο απόγευμα (11 Δεκεμβρίου 1963) ο Σεφέρης έδωσε διάλεξη στη Σουηδική Ακαδημία.
4. Percy Bysshe Shelley (1792-1822): Μείζων ποιητής του Αγγλικού Ρομαντισμού, φίλος του Λόρδου Βύρωνα. Στο λυρικό του δράμα “Hellas” (1821) ύμνησε την ελληνική επανάσταση.
5. Alfred Bernard Nobel (1833-1896): Σουηδός εφευρέτης της δυναμίτιδας, μεγαλοβιομήχανος και αθλοθέτης των φερώνυμων βραβείων.
6. Το αίνιγμα της Σφίγγας, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές: «Υπάρχει ένα δίποδο πάνω στη γη που είναι και τετράποδο, που έχει φωνή, μα είναι και τρίποδο· κι αλλάζει τη φύση του, μόνον αυτό απ’ όλα τα ζωντανά που κινούνται στη στεριά, τον αέρα και τη θάλασσα. Αλλ’ όταν φτάσει να προχωράει στηριζόμενο σε περισσότερα πόδια, τότε μειώνεται πάρα πολύ η γρηγοράδα του».

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Συνέντευξις


Κική Δημουλά
Φυσικὰ καὶ ὀνειρεύομαι.
Ζεῖ κανεὶς μόνο μ᾿ ἕνα ξερὸ μισθό;

Πόσο συχνά;
Κάθε ποὺ ἐγκαταλείπουν συχνότατα ὅλοι.

Ἐπηρεάζουν τοὺς ἀπόντες τὰ ὄνειρά σας;
Βέβαια. Τὸ ξανασκέφτονται καλὰ
καὶ μᾶλλον μετανιώνουν ὁριστικά τους ὅλοι.

Εἶναι ἐλευθέρα ἡ εἴσοδος;
Ὄχι ἐντελῶς. Ζητάω τὴν ἄδεια τοῦ ὀνείρου
πρὶν ἐλπίσω. Μοῦ τὴν δίνει ἐν γένει
μαζὶ μὲ κάποιες ὁδηγίες αὐστηρές.
Νὰ πιστέψω δίχως ν᾿ ἀγγίξω
νὰ μὴ μιλήσω διόλου στὸν καπνὸ
γιατὶ εἶναι ὑπνοβάτης καὶ θὰ πέσει
μόνο διὰ τοῦ βλέμματος ν᾿ ἀφήσω
τὸ αἴτημά μου στὴν κρεμάστρα
ὅ,τι μοῦ δοθεῖ νὰ τὸ δεχτῶ
κι ἂς μὴν ἔχει καμιὰ ὁμοιότητα
μ᾿ αὐτὸ ποὺ ζωγραφίζει ἡ ἔκκλησή μου -
θὰ τὴν ἐπανέβρει μόλις ξαναχαθεῖ.

Ἕνα μόνο δὲ μοῦ δίνει τὸ ὄνειρο.
Τὸ ὅριο. Ὣς ποῦ νὰ κινδυνέψω.
Γιατὶ τότε πιὰ δὲν θὰ ἦταν ὄνειρο.
Θά ῾ταν γεράματα.
 
Κική Δημουλά, «Συνέντευξις», Η εφηβεία της λήθης, εκδ. Στιγμή, 1994.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013