[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Νεότερα από τον ποιητή Ευμένη

Μόλις ξεπεράσω το ρίγος των δικών μου ποιημάτων
θα ασχοληθώ με τον κόσμο των πραγμάτων.
Θ’ ανοίξω γράμματα, θα ξεφυλλίσω βιβλία —
ανεξάντλητο απόθεμα για ειρωνεία.

Μακάρι να διέθετα περισσότερη ασέλγεια.
Εισπράττω μόνο του στιχουργού τα δικαιώματα
φαγώθηκα με τις παρομοιώσεις και τα χρώματα
μα υπελείφθην, λένε, σε ποιητική ενέργεια.

Ασφαλώς, έχω στην τέχνη κάποια σημασία.
Στις κρίσεις μου γενικά επιδεικνύω ανοχή
Τι ν’ απαντήσω: αντιδώρημα ή αντιπαροχή;
Οι αφιερώσεις μού προξενούν αμηχανία.

Ποιητής των αχράντων μας των μυστηρίων
(καθόλου τυχαία, κύριοι, η περίπτωσή μου)
αδικήθηκα φριχτά από τη νεύρωσή μου.
Εγώ, λογιστής απλώς των ερειπίων;

Να βρω έναν στίχο που δεν τον έχουν περπατήσει
— δεν με αποθαρρύνει της συνθέσεως η βραδύτης.
Η υψηλή έμπνευσή μου θα μιλήσει.
Είναι καλύτερος από μένα ο Ελύτης;


Μάριος Μαρκίδης, Παρά ταύτα, εκδ. Νεφέλη, 2001.

Παρά ταύτα

Παρά ταύτα θα ξυπνήσω
(έτσι πήγε να συνεχίσει τον εξάψαλμο ο γκρινιάρης άνθρωπος)
το αγώι ξυπνάει, λένε, τον αγωγιάτη.
Παντού και πάντοτε η έπαρση σημαίας…
Έχεις πρώτον να σηκώσεις τα ρολά
ν’ αφήσεις, δεύτερον, πίσω τον Συρκούφ*
να ονειροπολεί
απ’ το κατάρτι του
σαν ξενιτεμένος

Παρά ταύτα, λοιπόν, εγώ θα ξυπνήσω
(έτσι έκλεισε τα μάτια πικραμένος και ήρεμος)
μα εκτός από το ότι ξύπνησα
για τίποτα δεν θα μετανοήσω.

Από την τελευταία ποιητική συλλογή του Μάριου Μαρκίδη, Παρά ταύτα,
Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 2001. (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2002).


* Robert Surcouf (1773-1827): Γάλλος ναυτικός, πειρατής και ναυπηγός.

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Σαν ένα κύμα

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

Σαν ένα κύμα θά 'ρτει. Ή σαν το ξαφνικό το φως που αστράφτει στον ορίζοντα – φανάρι που δεν τό 'δειχναν οι χάρτες. Σαν ένα κύμα. Πάνω στα λάδια και τα γράσσα, πάνω στα μαύρα κουρασμένα σίδερα. Σαν ένα κύμα. Στα βρώμικα, κρυφά φορτία. Στα σκοτεινά και φοβισμένα αμπάρια. Σαν ένα κύμα θά 'ρτει – μα εσύ πορεία μην αλλάζεις. Δώσε το στίγμα κι ετοιμάσου μια για πάντα να ξυπνήσεις.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Νόστιμον ήμαρ, 1988.
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σημειώσεις, 1988.
 
Πηγή:
Γ. Λυκιαρδόπουλος, Υπό ξένην σημαία (ποιήματα 1967-1988), Αθήνα, εκδ. Ύψιλον, 1991.

Ακτή

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γύρισε σπίτι του ἐπιτέλους
ἄφησε τὴ μοναξιά του στὰ τραγούδια
ἄφησε τοὺς συντρόφους του σὲ μιὰ σχεδία
ἔκοψε τὰ γένια του χαμογελάει σὲ ὅλους.

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ πιὰ οὔτε νὰ κλάψει
γιατί οἱ δικοί του εἶν’ εὐτυχεῖς ποὺ τὸν κερδίσαν πάλι
γιατί τὸ κύμα ποὺ ’ρθε κι ἔφυγε παίρνοντας τόση ζωὴ
αὐτὸν τὸ γιὸ τὸν ἀκριβὸ τὸν ξέρασε πίσω στ’ ἀκρογιάλι.

Ἐδῶ μεγάλωσε καὶ πέθανε σ’ αὐτὰ τὰ μέρη
κοντὰ στὴ μάνα του καὶ τὸν πατέρα του ἔχασε τὴν ψυχή του
ἐδῶ δίπλα στὴ θάλασσα τὸν σάπισε τὸ καλοκαίρι
κι ἡ ἄμμος ἤπιε τὴ φωνή του.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ακτή (1969).
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Προτάσεις, 1972.

Δεν θα 'ρθούμε

Δεν θα 'ρθούμε. Τα χρόνια τα κύματα μας έβγαλαν αλλού. Το σπαθί βρέθηκε να 'ναι χαρτοκόπτης, το εμβατήριο μακρινό τραγούδι μες στη νύχτα. Εδώ χρειάζονταν ταμπούρλα κι αντοχή, εδώ χρειάζονταν λαοί ολόκληροι με τα μπράτσα τους και τα κεφάλια τους. Τι να σου κάνει ο φίλος εκείνος που ξεχάσαμε κι ο άλλος που μας ξέχασε ή θα μας ξεχάσει; Τι να σου κάνουνε τα λίγα εκείνα χρόνια που μπορέσαμε να σταθούμε όρθιοι γύρω σε μια ιαχή; Εδώ χρειάζονταν αιώνες καθαρής γεωμετρίας, κανόνες ανοξείδωτοι σ' όλους τους καιρούς, κι εμείς δεν είχαμε ούτε δυο στέρεα χρόνια. Μονάχα λέξεις αφήσαμε πίσω μας, λέξεις κλεμμένες από φτωχούς άρρωστους προγόνους που ξεχάσαμε κιόλας τ' όνομά τους. Δεν θα 'ρθούμε. Πέρασε η πλώρη μας στ' ανοιχτά του μέλλοντος, η λάμψη του χαράχτηκε για πάντα στα μάτια μας και στα χειρόγραφά μας – αθάνατη σαν την πληγή της πρώτης μας αγάπης.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Υπό ξένην σημαία (1967).
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Προτάσεις, 1972.