[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Κατά Σαδδουκαίων

Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998)
Πλῆθος Σαδδουκαίων
Ῥωμαίων ὑπαλλήλων
μάντεις καὶ ἀστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος ἐξ Ἐφέσου)
περιστοιχίζουν τὸν Αὐτοκράτορα.
Κραυγὲς ἀπ᾿ τὸν προνάρθηκα τοῦ Ναοῦ.
Ἀπ᾿ τὴ φατρία τῶν Ἐβιονιτῶν κραυγές:
Ὁ ψευδο-Μάρκελος νὰ παριστάνει τὸ Χριστό.
Διδάσκετε τὴν ἐπανάστασιν κατὰ τοῦ πρίγκιπος.
Οἱ Χριστιανοὶ νἄχουνε δούλους Χριστιανούς.
Ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Ναοῦ νὰ ἐκλείψει.
Ἐγὼ ἀπέναντί σας ἕνας μάρτυρας
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
                                  τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ὕπατους ἐγὼ ἀνάδειξα στὶς συνελεύσεις
κι αὐτοὶ κληρονομήσανε τὰ δικαιώματα
φορέσαν πορφυροῦν ἀτίθασον ἔνδυμα
σανδάλια μεταξωτὰ ἢ πανοπλία
ἐξακοντίζουν τὰ βέλη τους ἐναντίον μου –
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
                                  τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ἄλλους ἀπ᾿ τὴν πέτρα καὶ τὸ τεῖχος μου
καθὼς νερὸ πηγῆς τοὺς εἶχα φέρει
ἡ θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ' ἄλογά τους ἀπ᾿ τὸν κάμπο μου·

δὲ μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ δῶ τὸν Αὐτοκράτορα
τοὺς ὕπατους δὲν ἄφηναν νὰ πλησιάσω
σὲ μυστικὰ συμπόσια καὶ ἔνδοξα
τὴ θέλησή μου τὴν καταπατήσανε
                                   τόσους αἰῶνες.

Τώρα κι ἐγὼ ὑποψιάζομαι
ὅλο τὸ πλῆθος τῶν αὐλοκολάκων
ὅλους τοὺς ταπεινοὺς γραμματικοὺς
τοὺς βραβευμένους μὲ χρυσὰ παράσημα
   λεγεωνάριους καὶ στρατηλάτες
ὑποψιάζομαι τὶς αὐλητρίδες τὴ γιορτὴ
ὅλους τοὺς λόγους καὶ προπόσεις
αὐτοὺς ποὺ παριστάνουνε τοὺς ἐθνικοὺς
τὸν πορφυροῦν χιτώνα τοῦ πρίγκιπος
τοὺς συμβουλάτορες καὶ τοὺς αἱρετικοὺς
ὑποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θὰ ρεύσει πολὺ αἷμα
νύχτα θὰ ἐγκαταστήσουν τὴ βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες μὲ νέους στεφάνους
οἱ πονηροὶ ρωμαῖοι ὑπάλληλοι τοῦ αὐτοκράτορος
`τοιμάζουνε κρυφὰ νὰ παραδώσουν
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ καὶ τὴν ὑπόκλισή τους.
Ἐγὼ πάλι μέσα στὸ πλῆθος διακλαδίζομαι
ἡ θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στὸ πλῆθος
μαζεύω τοὺς σκόρπιους σπόρους μου
γιὰ τὴν καινούργια μακρινή μου ἀνάσταση
   μαζεύω.

Μιχάλης Κατσαρός, «Κατά Σαδδουκαίων», 1953.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Αισιοδοξία

 
Ένα από τα τελευταία χειρόγραφα του Κ. Γ. Καρυωτάκη (1896-1928), το ποίημα με τον αυτοσαρκαστικό τίτλο «Αισιοδοξία», γράφηκε πιθανώς τον Απρίλιο ή Μάιο του 1928, στο Παρίσι ή στην Αθήνα, λίγους μήνες πριν από την αυτοκτονία του στην Πρέβεζα (21 Ιουλίου).

 
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Aς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.

Aς υποθέσουμε πως είμαστε εκειπέρα,
σε χώρες άγνωστες της Δύσης, του Bορρά·
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Aς υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν
τα παντελόνια μας, και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -σημαίες στον άνεμο χτυπούν-
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος*.

Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής-
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.

 
* Κατά τον νεοελληνιστή Γ. Π. Σαββίδη, πιθανή αναφορά στην Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη, η οποία είχε δημοσιευτεί το 1927 με τίτλο Salvatores Dei (= Σωτήρες Θεού).

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Δεν τραγουδώ

Η Πολυδούρη (1902-1930) γύρω στο 1920
(φωτογραφία από το αρχείο του Ε.Λ.Ι.Α.)
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζη, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.


Μαρία Πολυδούρη, «Γιατί μ’ αγάπησες», Οι τρίλλιες που σβήνουν, 1928.

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Blues


Eίμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Eίμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Eίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

 
Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι…], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Πολύμνια

Ψεύτικα αισθήματα
ψεύτη του κόσμου!
Μα το παράξενο
φως του έρωτός μου
φέγγει στου σκότεινου
δρόμου την άκρη:
Με το παράπονο
Αυτοπροσωπογραφία του Καρυωτάκη,
δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου
(της Σύρου) τον Ιούλιο του 1923.
και με το δάκρυ,
κόρη χλωμόθωρη,
μαυροντυμένη.
Κι είναι σαν αίνιγμα,
και περιμένει.
Λάμπει το βλέμμα της
απ' την ασθένεια.
Σάμπως να λιώνουνε
χέρια κερένια.
Στ' άσαρκα μάγουλα
πώς έχει μείνει
πίκρα το νόημα
γέλιου που σβήνει!
Είναι το αξήγητο
το μικροστόμα
δίχως το μίλημα,
δίχως το χρώμα.
Κάποια μεσάνυχτα
θα σε αγαπήσω,
Μούσα. Τα μάτια σου
θαν τα φιλήσω,
νά 'βρω γυρεύοντας
μες στα νερά τους
τα χρυσονείρατα
και τους θανάτους,
και τη βασίλισσα
λέξη του κόσμου,
και το παράξενο
φως του έρωτός μου.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Πολύμνια», Νηπενθή, 1921.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Vita Nuova

Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι ὅπως ἕνα δέντρο,
ὁποὺ θροΐζει ἀνάλαφρα σὲ πρωινὸ τοῦ Ἀπρίλη
μές σ᾿ ἕναν κάμπο εἰρηνικό, γεμάτον φῶς γαλάζιο
καὶ παπαροῦνες κόκκινες καὶ ἄσπρο χαμομήλι.
Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι σὰν ἕνα ρόδο,
ποὺ ἄνθισε κατάμονο μέσα σὲ πρᾶο χειμώνα
σ᾿ ἕνα πεζούλι φτωχικὸ κι ἡλιόφωτο, ποὺ νἄχει
ἀσβεστωμένο τοίχωμα νὰ τοῦ κρατάει τὸ χῶμα.
Θεέ μου! ἄσε με νὰ ζῶ σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ μύρια,
τ᾿ ἀνώφελα τὰ ἔντομα ποὺ ἀπὸ τὸ φῶς μεθᾶνε
καὶ τὴ ζωή τους στοὺς ἀνθοὺς ἀνάμεσα περνᾶνε,
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν κόσμο, μοναχὸ σ᾿ ἕνα λευκὸ σπιτάκι:
καὶ νἄχω μέσα στὴν ψυχὴ τῶν γέρων τὴν εἰρήνη
καὶ στὴν καρδιά μου τῶν φτωχῶν τὴν ἔνθεη καλωσύνη.

Κώστας Ουράνης (1890-1953), “Vita Nuova” * (από την ποιητική συλλογή Νοσταλγίες, 1920), Ποιήματα, εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.

* Vita Nuova (Νέα ζωή): το πρώτο έργο που αποδίδεται με βεβαιότητα στον Δάντη (Dante Alighieri, 1265-1321), γραμμένο γύρω στο 1293, σε πεζό και ποιητικό λόγο, με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.