[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Τα ισόβια ποιήματα

Μάρκος Μέσκος (1935-)

Ένιωθα τον κατακλυσμό: ο θάνατος των πραγμάτων των προσώπων     
      θάνατος
ο θάνατος ο δικός μου. Ο τρόπος που χάνονται όλα. Μικρή πορεία
από τις σπαραγμένες γενικότητες στο ρηχό καθημερινό γιαλό.

Νέοι με το Μάη στα μαλλιά – με τη μνήμη του Μάη…
Κι ο Έρωτας; «Ο Έρωτας θα ‘ναι το τελευταίο πράγμα εδώ».
      Η φωτιά
της Ιστορίας που κατακαίει παρανάλωμα ανθούς πρόβατα παιδιά
      τοπία
και οι ορίζοντες στη στάχτη. (Μα λέω ακόμα οι ρίζες υπάρχουν).

Η γλώσσα κομμένη με την ψαλίδα. Σώματα που συστρέφονται
χωρίς κεφάλι. Μέλη που σπαράσσουν. Η μνήμη στο κελάρι και
στις κορυφογραμμές το ερυθρόδερμο άλογο. Ο αέρας!

Πρόσωπα ελάχιστα φωτισμένα. Το μισό στο φύλλο το μισό στο νερό
το μισό φυλακή δρόμος το άλλο. Μουγγό τραγούδι χαμένο
στα δημοτικά και στους τάφους. Κληρονομιά ζητιάνα
σα χρέος απελπισμένο.

Αιώνιος πάλι ο εγκλωβισμός. Τώρα στο ήσυχο ποτάμι ο αγώνας
με τους πληβείους που σε κοιτούν στα μάτια: – να μην αλλάξεις!
(Και σήμερα δεν γνωρίζω πότε η έξοδος).
 

Μάρκος Μέσκος, V, Τα ισόβια ποιήματα, εκδ. Σημειώσεις, 1977.

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Ο Άμλετ της Σελήνης


Μάνος Ελευθερίου
                                Μνήμη Γιώργου Χειμωνά


Ξεγέλασες τους ουρανούς με ξόρκια -μαύρη φλόγα-
πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν' ανατραπεί.
Κι όλα τα λόγια των τρελών που ήταν δικά μας λόγια
τα μάγευες με φάρμακα στην άσωτη σιωπή.

Πενθούσες με τους έρωτες γυμνός και μεθυσμένος
γιατί με τους αθάνατους είχες λογαριασμούς.
Τις άριες μιας όπερας τραύλιζες νικημένος,
μιας επαρχίας μαθητής μπροστά σε δυό χρησμούς.

Τι ζήλεψες, τι τα ‘θελες τα ένδοξα Παρίσια;
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές.
Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια
και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές.

Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης
έσβησες μ' ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής.
Και μονολόγους άρχισες κι αινίγματα να λύνεις
μιας τέχνης και μιας εποχής παλιάς και σκοτεινής.
 

Μάνος Ελευθερίου, «Ο Άμλετ της Σελήνης»
(από τον ομότιτλο κύκλο τραγουδιών του Θάνου Μικρούτσικου, 2002),
Τα λόγια και τα χρόνια: 1963-2013, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Λίγο πριν βγούνε στη σκηνή

 
Μάνος Ελευθερίου (1938-)
                                         Στον Μάριο Μαρκίδη


Παραμιλάει ο ποιητής και μες στο δρόμο.
Τα ίδια λόγια πάντα λέγοντας
με παύσεις μετρημένες και με βαθιές αναπνοές.

Ακροπατώντας στην αόρατη ζωή του
αδιαφορεί ποιος τον κοιτάζει και γελά.

Τραγουδιστές της όπερας θυμίζει
λίγο πριν βγούνε στη σκηνή και θριαμβεύσουν

ντυμένοι με μπροκάρ, βελούδα και μεταξωτά
στη μέσα τσέπη σφίγγοντας το ψεύτικο μαχαίρι
το δήθεν δηλητήριο μες στο μυροδοχείο

που κάνουν πρόβες με έπαρση στην ίδια πάντα άρια
στα παρασκήνια και τις κρύπτες των θεάτρων
και οι εργάτες της σκηνής τούς βλέπουν με έκσταση.

Μα μερικοί υποψιασμένοι που γέρασαν στην ίδια θέση
γνωρίζοντας καλύτερα τα πιο σπουδαία
μυστικά της τέχνης και της μουσικής
χαμογελούν καμιά φορά κουνώντας
το κεφάλι τους
κάποτε με θαυμασμό κι αυτοί μα πιο συχνά με λύπη.


Μάνος Ελευθερίου, «Λίγο πριν βγούνε στη σκηνή»,
Η πόρτα της Πηνελόπης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2003.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Νέοι της Σιδώνος, 1970


Kανονικά δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά – αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό – κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο-δυο, τρεις-τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;).


 Μανόλης Αναγνωστάκης, «Νέοι της Σιδώνος, 1970», Ο στόχος, 1970.

Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)


Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κ’ είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει—»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας — και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο  που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»


Κ. Π. Καβάφης, «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», 1920.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Έτσι λοιπόν


     Έτσι λοιπόν κυλούσαν τα απογεύματα, λίγο με την κουβέντα λίγο με το πότισμα των λουλουδιών, πέρασαν βδομάδες, μήνες, χρόνια, μεγαλώσαμε σαν από θαύμα θαρρείς γιατί σαν θαύμα ακούγεται να προσεύχεσαι νυχθημερόν και να χορταίνεις την πίστη σου με όνειρα,
 
     ώσπου ήρθε η στιγμή που ξεχαστήκαμε, η θερμοκρασία των γεγονότων μάς ξεπέρασε, άρχισαν οι βεβαιότητες να φυλλορροούν μία μία, πρώτα οι παιδικές μας αφέλειες, ύστερα οι νεανικές επαναστάσεις – οι εχθροί είχαν μ’ έναν περίεργο τρόπο εξαφανιστεί,
 
     στο τέλος λαχανιασμένοι ωριμάσαμε με την μεγαλοπρέπεια μιας νίκης προσωπικής χρήσεως, γιατί στο κάτω της γραφής όλα εδώ πληρώνονται.

 
Βασίλης Τσιπάς, Καθ’ οδόν, ποιήματα, Αθήνα, 2015.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Κραυγές της νύχτας


Κλείτος Κύρου (1921-2006)
Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ' ουρανού

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν
Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί καπνίζαν φημερίδες
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ' αυτή τη γη

Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη ψωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους


Κλείτος Κύρου, «Κραυγή δέκατη πέμπτη», Κραυγές της νύχτας, 1960.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος


Πορτρέτο του ποιητή Αντόνιο Ματσάδο
(1875-1939) από τον Leandro Oroz, 1925.
Όλα περνούν κι όλα μένουν,
αλλά δικό μας είναι το να περνάμε,
να περνάμε κάνοντας δρόμους,
δρόμους πάνω στη θάλασσα.
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα,
ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη
των ανθρώπων το τραγούδι μου.

Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,
τους αβαρείς και αβρούς,
σαν σαπουνόφουσκες.
Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται
από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε
κάτω από τον γαλανό ουρανό, να πάλλουν
κι αμέσως να σπάνε.
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα.

Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι
μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο.
Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας.

Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος
και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι
που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις.

Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος,
μόνο απόνερα στη θάλασσα.
 

Antonio Machado, “Proverbios y cantares”, ΧΧΙΧ,  (μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης),
από την ποιητική συλλογή Campos de Castilla, 1912.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Τα τραγούδια των ανθρώπων


Τα τραγούδια των ανθρώπων είναι πιο όμορφα απ’ τους ίδιους
                                                  πιο βαριά από ελπίδα
                                                  πιο λυπημένα
                                                  πιο διαρκή.

Πιότερο απ’ τους ανθρώπους, τα τραγούδια τους αγάπησα.
Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω,
                                                 όμως ποτέ χωρίς τραγούδια·
μούτυχε ν’ απιστήσω κάποτε
                                       στην πολυαγαπημένη μου,
                        όμως ποτέ μου στο τραγούδι που τραγούδησα γι’ αυτήν·
ούτε ποτέ και τα τραγούδια μ’ απατήσανε.

Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους
         πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα.

Σ’ αυτόν τον κόσμο τίποτα
απ’ όσα μπόρεσα να πιω
και να γευτώ
απ’ όσες χώρες γνώρισα
απ’ όσα μπόρεσα ν’ αγγίξω
και να νιώσω
                                      τίποτα, τίποτα
δε μ’ έκανε έτσι ευτυχισμένον
                                   όσο τα τραγούδια…

                                                               20 Σεπτεμβρίου 1960


Nâzim Hikmet, άτιτλο, απόδοση Γιάννη Ρίτσου, Ποιήματα (ανθολογία), εκδ. Κέδρος, 1966.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Οι χτίστες



Ναζίμ Χικμέτ (1902-1963)
Τραγουδάνε οι χτίστες
Να χτίζεις μη θαρρείς πούναι να τραγουδάς ένα τραγούδι
Είναι μια υπόθεση
                        κάπως πιο δύσκολη
Των οικοδόμων η καρδιά είναι σα μια πλατεία για γιορτές
Λαμποκοπάει
Μα η σκαλωσιά δεν είναι μια πλατεία για γιορτές
Εκεί ‘ναι λάσπη κι άνεμος και χιόνι,
Τα χέρια που ματώνουν,
Εκεί δεν είναι πάντα φρέσκο το ψωμί
Πάντα ο καφές ζεστός δεν είναι
Κάποτες λείπει η ζάχαρη
Όλοι οι ανθρώποι εδώ δεν είναι κι ήρωες
Και πάντοτες πιστοί δεν είναι οι φίλοι.

                                               *

Να χτίζεις μη θαρρείς πούναι να τραγουδάς ένα τραγούδι
Μα είναι λεβέντες όλο πείσμα οι χτίστες
Κι η οικοδομή ανεβαίνει, μ’ έφοδο τον ουρανό κυριεύει
Ψηλά και πιο ψηλά, πάντα ψηλότερα.
Στο πρώτο κιόλας πάτωμα
Αράδιασαν τις γλάστρες τα λουλούδια
Και πάνου στα φτερά τους τα πουλιά
Τον ήλιο φέρνουνε στο πρώτο μπαλκονάκι
Μέσα σε κάθε τούβλο μια καρδιά χτυπάει
Κι η οικοδομή ανεβαίνει και ψηλώνει
Ψηλώνει μες στον ιδρώτα και στο αίμα.

                                                                   Μόσχα, 1955


Nâzim Hikmet, «Μες στον ιδρώτα και στο αίμα», απόδοση Γιάννη Ρίτσου,
Ποιήματα (ανθολογία), εκδόσεις Κέδρος, 1966.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Ταξιδεύοντας


Ανοίγουμε τις πόρτες,
κλείνουμε τις πόρτες,
δρασκελάμε τις πόρτες
και στο τέρμα του μοναδικού μας ταξιδιού
                                                           μήτε πολιτεία
                                                                            μήτε και λιμάνι.

Το τρένο εκτροχιάζεται,
το πλοίο ναυαγεί,
τ' αεροπλάνο συντρίβεται.
Ένα μονάχα επισκεπτήριο στον πάγο χαραγμένο.
             Αν είχα δικαίωμα εκλογής
                      να ξαναρχίσω ή όχι τούτο το ταξίδι,
                                θα το ξανάρχιζα.

                                                                     Λένινγκραντ, 1958

Nâzim Hikmet, «Ταξιδεύοντας», απόδοση Γιάννη Ρίτσου,
Ποιήματα (ανθολογία), εκδόσεις Κέδρος, 1966.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Το κόκκινο μοντέλο


René Magritte, Le Modèle rouge, ελαιογραφία, 1934,
Μουσείο Boijmans van Beuningen, Ρότερνταμ, Ολλανδία.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Η απόφαση


Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή
Παιδιά γυναίκες έντομα
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φιλμ. Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς.
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψτε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις
Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω.


Μανόλης Αναγνωστάκης, «Η απόφαση», Η συνέχεια 3, Θεσσαλονίκη, 1962.

Το χέρι του φόβου


Φανταστικό πορτρέτο του Κάλβου
από τον Χρήστο Ρουσέα (1896-1978),
έργο του 1959, Μουσείο Σολωμού
και επιφανών Ζακυνθίων, Ζάκυνθος.


    Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
                η ελευθερία.

[…]


Ανδρέας Κάλβος (1792-1869),
«Ωδή Τετάρτη. Εις Σάμον»
(στροφή πρώτη),
Λυρικά, Παρίσι, 1826.

Τώρα


Κι όμως, Δημήτρη, ξανά πίσω δεν πρέπει να γυρίσουμε
Χρέος μας είναι πια να μη γυρίσουμε.

Ας ξανατραγουδήσουμε πάλι εκείνο το τραγούδι που λέγαμε στην αρχή
Ας ξανασκεφτούμε τα ίδια πάλι πράγματα όπως όταν ξεκινήσαμε
Γιατί όλα, ξέρεις, πως τελειώνουνε και μόνο ένα δεν τελειώνει
Γιατί κι η ίδια η ζωή, Δημήτρη, είναι κι αυτή όμορφη
Όσο κι αν έζησε κανείς μέρες πολύ κακές
Όσο κι αν είν’ μοιραίο να τις ζήσει ή κι αν τις ζει ακόμα.

Τώρα που φτάσαμεν εδώ δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε.
Πιο καλά να σταθούμε εδώ, μα όχι πάλι πίσω.


Μανόλης Αναγνωστάκης, «Τώρα», Εποχές (1941-1944), Θεσσαλονίκη, 1945.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Επίλογος


Κι χι αταπάτες προπαντός.

Τό πολύ-πολύ νά τούς κλάβεις σά δυό θαμπούς προβολες μές στήν μίχλη
Σάν να δελτάριο σέ φίλους πού λείπουν μέ τή μοναδική λέξη: ζ.

«Γιατί», πως πολύ σωστά επε κάποτε κι φίλος μου Τίτος,
«Κανένας στίχος σήμερα δέν κινητοποιε τίς μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δέν νατρέπει καθεσττα».

στω.
νάπηρος, δεξε τά χέρια σου. Κρίνε γιά νά κριθες.*
 

Μανόλης ναγνωστάκης, «Επίλογος», Ο στόχος, 1970.
 

* Αντιστροφή της βιβλικής ρήσης: «Μή κρίνετε να μή κριθτε».

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Στίχοι


Τίτος Πατρίκιος
Στίχοι που κραυγάζουν
στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες
στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη
και μέσα στους λίγους πόδες τους
κάνουν ή ανατρέπουν την επανάσταση,
άχρηστοι, ψεύτικοι, κομπαστικοί,
γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες…
(Π ο ι ε ς  μ ά ζ ε ς;… Μεταξύ μας τώρα
π ο ι ο ι  σκέφτονται τις μάζες;…
Το πολύ: μια λύτρωση ατομική –αν όχι ανάδειξη!...)
Γι` αυτό κι εγώ δεν γράφω πια
για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια,
όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια!
Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω
να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή –
όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω!...


Τίτος Πατρίκιος, «Στίχοι – 2» (1957), Μαθητεία (1952-1962), Αθήνα, 1963.