[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Χορός συρτός



Γ. Σκαρίμπας, φωτογραφία του 1974
από το αρχείο Μανόλη Καραγεωργάκη.
Πηγή: www.chronosmag.eu, τ. 10.
Κάλλιο χορευταράς νά ‘μουνα, πέρι
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια,
θα ‘σερνα συρτό χορό χέρι με χέρι
μ' όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.

Κι έν' αψηλό τραγούδι για σιρόκους
θ’ άρχιζα, γι' αφροπούλια και για ένα
γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους
που θα ‘ρχονταν να μ' έπαιρνε και μένα.

Με δίχως τους αναστεναγμούς της Πολυδούρη,
μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι
- κι οι πένες μου πενιές σ' ένα σαντούρι,
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!

……………………………………………………………………………

Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και -άντε-
να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια
κι εκεί -λες κομφετί μες στο λεβάντε-
όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!

Και σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία,
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα
μ' όλα μου -ανοιγμένα- τα βιβλία
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα...


Γιάννης Σκαρίμπας, «Χορός συρτός», Εαυτούληδες, 1950.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Ιερά οδός


Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)
Από τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν' ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π' ολοένα
βουλιάζει.
               Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν' αρμέξει ζωή απ' τον έξω κόσμον, ήμουν
περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής.
                                Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια,
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους.

Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
κι έμειν' η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
μιαν ησυχία βασίλεψε. Κι η πέτρα,
π' αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
θρονί μού φάνη μοιραμένο μου ήταν
απ' τους αιώνες. Κι έπλεξα τα χέρια,
σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο.
[…]

Άγγελος Σικελιανός, «Ιερά οδός» (1935), Νέκυια Β΄, 1930-1945.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Ο κήπος της αχαριστίας


Θὰ καλλιεργήσω τὸ ὡραιότερο ἄνθος. Στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων θὰ φυτέψω τὴν Ἀχαριστία. Εὐνοϊκοὶ εἶναι οἱ καιροί, κατάλληλος ὁ τόπος. Ὁ ἄνεμος τσακίζει τὰ δέντρα. Στὴ νοσηρὴ ἀτμόσφαιρα ὀρθώνονται φίδια. Οἱ ἐγκέφαλοι, ἐργαστήρια κιβδηλοποιῶν. Τερατώδη νήπια τὰ ἔργα, ὑπάρχουν στὶς γυάλες. Καὶ μέσα σὲ δάσος ἀπὸ μάσκες, ζήτησε νὰ ζήσεις. Ἐγὼ θὰ καλλιεργήσω τὴν Ἀχαριστία.
     Ὅταν ἔρθει ἡ τελευταία ἄνοιξις, ὁ κῆπος μου θά ῾ναι γεμάτος ἀπὸ θεσπέσια δείγματα τοῦ εἴδους. Τὰ σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θὰ περπατῶ στοὺς καμπυλωτοὺς δρόμους, μετρώντας αὐτὰ τὰ λουλούδια. Πλησιάζοντας μὲ κλειστὰ μάτια τὴ βελούδινη, σκοτεινὴ στεφάνη τους, θὰ νιώθω στὸ πρόσωπο τοὺς αἰχμηρούς των στήμονες καὶ θ᾿ ἀναπνέω τὸ ἄρωμά τους.
     Οἱ ὧρες θὰ περνοῦν, θὰ γυρίζουν τ᾿ ἄστρα, καὶ οἱ αὖρες θὰ πνέουν, ἀλλὰ ἐγώ, γέρνοντας ὁλοένα περσότερο, θὰ θυμᾶμαι.
     Θὰ θυμᾶμαι τὶς σφιγμένες γροθιές, τὰ παραπλανητικὰ χαμόγελα καὶ τὴν προδοτικὴ ἀδιαφορία.
     Θὰ μένω ἀκίνητος ἡμέρες καὶ χρόνια, χωρὶς νὰ σκέπτομαι, χωρὶς νὰ βλέπω, χωρὶς νὰ ἐκφράζω τίποτε ἄλλο. Θὰ εἶμαι ὁλόκληρος μία πικρὴ ἀνάμνησις, ἕνα ἄγαλμα ποὺ γύρω του θὰ μεγαλώνουν τροπικὰ φυτά, θὰ πυκνώνουν, θὰ μπερδεύονται μεταξύ τους, θὰ κερδίζουν τὴ γῆ καὶ τὸν ἀέρα. Σιγὰ-σιγὰ οἱ κλῶνοι τους θὰ περισφίγγουν τὸν λαιμό μου, θὰ πλέκονται στὰ μαλλιά μου, θὰ μὲ τυλίγουν μὲ ἀνθρώπινη περίσκεψη.
     Κάτου ἀπὸ τὴ σταθερή τους ὤθηση, θὰ βυθίζομαι στὸ χῶμα.
     Καὶ ὁ κῆπος μου θὰ εἶναι ὁ κῆπος τῆς Ἀγάπης.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, "Ο κήπος της αχαριστίας" (από τα τελευταία κείμενα, 1927; - 1928).