[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Ανδρέας Λασκαράτος

   (1811-1901)


   ΠΡΟΒΟΔΙΣΜΑ
 
...Σύρτε, λοιπόν, σύρτε στίχοι μου. Μπορεί να μην είστε ποίησες, αλλά θέλ’ είσθ’ ελπίζω κατιτί καλύτερο από ποίησες· θέλ’ είσθε, σήμερα κεντιστήρι για το κοιμώμενο ελληνικό πνεύμα, και αύριο μεθαύριο μαρτυρίες του σήμερα...

Σύρτε, στίχοι μου, σύρτε τυπωθείτε!
Δεν είναι πλιό στον κόσμο αφορεστάδες·
Βουβοί, σβησμένοι, παν’ οι υποκριτάδες·
και σεις μπορείτε τώρα να φανείτε.
Λεύθεροι στίχοι, ελεύθερα μιλείτε.
Στηλιτέψετε ολούθε τσι ασχημάδες,
παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες·
Εμπαίξετ’ τες όπου τες ιδείτε.
Στην Αίγυφτό σας ως και σεις κρυμμένοι,
Άγγελος και σ’ εσάς φέρνει την είδηση·
«Ελάτε», σας φωνάζει, «είν’ πεθαμένοι
οι ζητούντες να πνίξουν τη συνείδηση».
Σύρτε, στίχοι μου, εβγήτε παρρησία
και φωνάξετε: Ζήτω Ελευθερία.


   ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Έρωτα, α θες να τα `χωμε καλά,
στο σπίτι μου να μη ματαπατήσεις.
Άι που στο λέω· κι α θέλεις να με αφήσεις
αναπαμένον, πάει πολύ καλά.

Εγώ, μ’ έκαψε η πρώτη κουμπαριά.
Κι αν εσύ τώρα δεν αποφασίσεις
να πας στο διάολο και να μη γυρίσεις,
θα ` ρτωμε καμιά μέρα στα χοντρά.

Για δαύτο να με λείπεις κουμπαρόπουλο·
μη σου μαδήσω ευκείνες τσι φτερούγες
και σε κάμω να σκούζεις σα γαλόπουλο

και να τρέχεις κουτσόφτερο `ς τσι ρούγες.
Κι ευκείνες τσι σαΐτες οπού φέρεις,
σου τσι βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.