[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Ασημάκης Γιαλαμάς

   (1909;-2004)


   ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΗ

Κι εγώ σα νέος ερωτεύτηκα τρελά
με μια μικρούλα κι είχα πόθο και σεκλέτι
να της μιλήσω για τον έρωτά μου, αλλά
ένιωθα πάντα γλωσσοδέτη!

Ήθελα τόσο να της πω «Σε αγαπώ»,
αλλά κοντά της μου κοβότανε η φόρα
και δεν μπορούσα ούτε λέξη να της πω
κι ήμουν βουβός όλη την ώρα.

Αυτή μου μίλαγε για σπορ, για σινεμά
και πού και πού περί σχολείου και μελέτης
κι εγώ ποθούσα να της πω γι’ αγάπη, μα
με είχε πιάσει γλωσσοδέτης!

Αλλ’ είχα, φαίνεται, στα βλέμματα φωτιά
γιατί ο σφοδρός έρως με είχε κάνει λιώμα
κι ένιωσε αυτή απ’ τη θερμή μου τη ματιά
όσα δεν έλεγε το στόμα.

- Το νιώθω, μου `πε... Μ’ αγαπάς πάρα πολύ.
Κι εγώ μπροστά της σα χαζός με βλέμμα ικέτη
επήγα κάτι να της πω, μα το φιλί
μου `φερε πάλι γλωσσοδέτη!

Μου `πε λοιπόν ότι κι εκείνη μ’ αγαπά
κι ότ’ ίσως ήταν εκ Θεού να ερωτευτούμε
και τέλος πήγαμε μια μέρα στον παπά
με το καλό να παντρευτούμε.

Ήρθε η στιγμή που ο παπάς μου `πε στ’ αυτί
αν θέλω να `μαι άντρας νόμιμος της Καίτης.
Και τώρα σκέφτομαι: Γιατί την ώρ’ αυτή
να μη με πιάσει... γλωσσοδέτης;

Πάντως δε μ’ έπιασε και είπα βιαστικός
«ναι» στον παπά και πήρα σύζυγο μπερκέτι
και από τότε αυτή μιλάει διαρκώς
κι εγώ έχω πάντα... γλωσσοδέτη!


   Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ

Θα πρέπει χθες να ήμουνα πολύ μπαϊλντισμένος
κι απ’ τη ζωή την άχαρη απογοητευμένος,
γιατ’ έξαφνα μου φάνηκε πως μέσα στην ψυχή μου
εχύθη ο αγιάτρευτος καημός του γέρο-Δήμου
και τη γνωστή μουρμούρισα του γέρο-Δήμου φράση:
«Μωρέ παιδιά, βαρέθηκα να ζω σ’ αυτήν την πλάση».
Πώς θα `θελα να στρώνανε μια κλίνη και για μένα
από κλαριά παχύφυλλα, δροσάτα, μυρωμένα
            και στα κλαριά επάνω
            να γείρω να πεθάνω!..

Μα εγώ δεν είχα γύρω μου δικά μου παλληκάρια
για να μου στρώσουν μπόλικα κλαριά ή και χορτάρια
και μόνος μου ξαπλώθηκα στη φτωχική μου κλίνη
κι ενώ τα μάτια μου άρχιζε ο ύπνος να τα κλείνει,
μου φάνηκε πως γλίστρησε ο Χάρος στο σκοτάδι
και μ’ άγγιξε μ’ ανάλαφρο και βελουδένιο χάδι,
οπότε είπα μέσα μου: «Θαρρώ πως ήρθε η ώρα
να βγω από τα βάσανα κι απ’ της ζωής τη μπόρα
            και στο κρεβάτι επάνω
            να γείρω να πεθάνω»...

Το είπα και το έκανα, χωρίς μεμψιμοιρία,
τουτέστι τα ετίναξα με αρκετή ανδρεία.
Τα μάτια μου εκλείσανε κι επέσανε σ’ αργία,
σαν... μαγαζιά που κλείνουνε απ’ τη φορολογία,
το στόμα μου απέκτησε για πάντα γλωσσοδέτη,
σαν στόμα κάποιου αρμόδιου που του ζητούν ρουσφέτι,
επάγωσε η καρδούλα μου συγχρόνως με τη γλώσσα,
σα ν’ άκουσα πως έφθασε η λίρα... τετρακόσα
            και δίχως παραμύθια
            επέθανα στ’ αλήθεια!

Ο θάνατός μου, που `φθασε απότομα κι εν βία,
ετάραξε κι ελύπησε τη δόλια μου συμβία,
που άρχισε τα κλάματα κι εσκέφθη μάνι-μάνι:
«Αχ, τώρα ο αχαΐρευτος ευρήκε να πεθάνει;».
Αυτή τη σκέψη έκανε γιατί προχθές με ζόρι
μου πήρε συγκατάθεση να φτιάξει πανωφόρι
και πριν το φτιάξει πέθανα και πρέπει να με θάψει
με του παλτού τα χρήματα!.. Λοιπόν, πώς να μην κλάψει;
Και οι φίλοι μου, σαν το `μαθαν, γκρινιάσανε κι εκείνοι,
γιατί για φίλου θάνατο ποιος τη δουλειά του αφήνει;
            Α, είναι τραγωδία
            να τρέχεις σε κηδεία!

Και όμως ήρθαν κάμποσοι και συγγενείς και φίλοι
κι ο διευθυντής μου έσπευσε και άνθη να μου στείλει.
Εμπήκαν στο δωμάτιο που ήμουν ξαπλωμένος
και είπαν για επικήδειο: «Πώς το `παθ’ ο καημένος;».
Την εκφορά περίμεναν, να μπούνε στα ταξί
για να γλυτώσουν γρήγορα, και στ’ αναμεταξύ
οι πιο πολλοί τη χήρα μου κοιτούσαν σα λουκούμι
κι ο ξάδερφός μου κοίταζε το μπλε μου το κουστούμι.
            Ευθύς, αν μ’ αγαπάτε,
            στον τάφο να με πάτε!

Αλλά καθώς με σήκωσαν, τραντάχτηκα ως τα βάθη
και του θανάτου τ’ όνειρο επέταξε κι εχάθη!..
Εξύπνησα, σαν άρχιζε το «Άμωμοι...» ο ψάλτης
και της ζωής ξανάρχισε ο μαύρος... εφιάλτης!


   ΠΟΙΟΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;

Πέστε μου ποιος κατόρθωσε να νιώσει τη γυναίκα
κι ας έμπλεξε στο βίο του με πέντε και με δέκα;
Πολλοί σοφοί σπουδάσανε της γης την κάθε κόχη,
τ’ αστέρια και τη θάλασσα, μα τη γυναίκα όχι.

Είν’ η γυναίκα αίνιγμα, μα πριν της βρεις τη λύση,
πρόσεξε μήπως στην ψειρού ή στο Δαφνί σε κλείσει!
Της λες πως είσαι σκλάβος της; Αγάπη αλλού γυρεύει.
Την αγαπάς; Οργίζεται! Τη δέρνεις; Σε... λατρεύει!

Δε θέλει να σε παντρευτεί. Ζητάς να πάρεις άλλη;
Λυσσάει και θα ήθελε τα μάτια να της βγάλει.
Έχεις λεφτά; Σου απαντά πως θέλει μόνο αγάπη.
Της δίνεις έρωτα; Ζητά γεμάτο το ντουλάπι.

Είναι πολύ ευαίσθητη και πρόθυμη να δίνει
κι απ’ την ευαισθησία της τον άντρα της τον... ψήνει!
Θρηνεί και κλαίει από... χαρά κι από καημό... γελάει.
Απ’ τις κρυφές τις σκέψεις της Θεός να σε φυλάει!